- ευμαρίζω
- εὐμαρίζω (ΑΜ) [ευμαρής]ελαφρύνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω, απαλύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξευμαρίζω — ἐξευμαρίζω (Α) [ευμαρίζω] 1. καθιστώ κάτι εύκολο, ανακουφίζω κάποιον («συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων», Ευρ.) 2. μέσ. παρασκευάζω («τίν ἐλπίδαἤ πόρον σωτηρίας ἐξευμαρίζει, πρέσβυ;», Ευρ.) … Dictionary of Greek
κατευμαρίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευμαρίζω*) ελαφρύνω, ανακουφίζω, καθησυχάζω, απαλύνω εντελώς … Dictionary of Greek
διηυμάριζε — διά εὐμαρίζω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηυμάριστο — διά εὐμαρίζω plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)